- μπογιαντζής
- ο, θηλ. -ούβλ. μπογιατζής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπογιατζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Μιχαήλ. Ήταν πλοίαρχος και καταγόταν από το χωριό Τουρλωτή. Μαζί με τους πέντε γιους του, πριν το 1821, έκανε επιδρομές στο Αιγαίο και κυρίως στις κρητικές θάλασσες, με το ιδιόκτητο πλοίο… … Dictionary of Greek
boiangiu — BOIANGÍU, boiangii, s.m. Vopsitor de textile. – Din tc. boyacı. Trimis de valeriu, 21.03.2003. Sursa: DEX 98 BOIANGÍU s. vopsitor. (boiangiu la o boiangerie.) Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime boiangíu s. m., art. boiangíul; pl.… … Dicționar Român